αγείσωτος

αγείσωτος
-η, -ο (Α ἀγείσωτος, -ον) [γεισώ]
αυτός που δεν έχει γείσο, θριγκό, ο αστέγαστος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αθρίγγωτος — ἀθρίγγωτος, ον (η λέξη αναφέρεται στο «Ετυμολογικόν Μέγα») αυτός που δεν έχει θριγγό, αγείσωτος, αστέγαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θριγγῶ, νεώτερος τ. (με γγ αντί γκ ) τού θριγκῶ (= περιβάλλω, περιφράσσω κάτι με θριγκό] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”